- Κασταλίαν
- Κασταλίᾱν , Κασταλίαfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οινοχοώ — (ΑΜ οἰνοχοῶ, έω) [οινοχόος] είμαι οινοχόος, χύνω κρασί στα κύπελλα τών συνδαιτυμόνων, κερνώ κρασί αρχ. 1. παρέχω άφθονα, με γεναιοδωρία κάτι («πολλήν... καὶ ἄκρατον τοῑς πολίταις ἐλευθερίαν οἰνοχοῶν», Πλούτ.) 2. ενεργώ ώστε να ρεύσει από κάπου… … Dictionary of Greek